Αρκεί η συνένωση των δύο μεγαλύτερων Ελλήνων κωμικών; Αρκεί μια μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία; Σκηνικά καταπληκτικά, σα να βλέπεις παράσταση στο Λονδίνο;!…Αρκούν όλα αυτά, στη σούμα; Μάλλον, όχι…
Εν αρχή είναι ο λόγος. Το κείμενο. Για την ακρίβεια, η απόδοση του έργου- το γέλιο που οφείλει να βγάζει, μια πανέξυπνη σεναριακή ιδέα, που ευτύχησε και στο σινεμά. Το μουσικό κομμάτι, που δεν χρειάζεται να είναι “ροζ”, όπως στα περισσότερα μιούζικαλ. Αλλά να απορρέει και να δημιουργεί ευφρόσυνη κατάσταση. Σφιχτοδεμένη παράσταση, δεν υπήρξε. Άρα, συνυπεύθυνοι και οι σκηνοθέτες.
Το λοιπόν, που καταλήγουμε; Στο ότι, προφανώς, όλοι δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα.
Εγώ, εκεί κατέληξα. Δεν νοείται, να είσαι πρωταγωνιστής, να αποδίδεις το κείμενο, να σκηνοθετείς. Και αυτό να το κάνουν δύο άνθρωποι, στη συσκευασία του ενός. Εξαιρείται ο Χρήστος Σιμαρδάνης, που συνυπέγραψε την απόδοση, με το Γιάννη Μπέζο και το Πέτρο Φιλιππίδη.
Μεγάλης διάρκειας η παράσταση. Μπορούσε να είναι ένα εικοσάλεπτο μικρότερη. Χορταστική παράσταση, δεν είναι μοναχά αυτή που είναι μεγάλη παραγωγή και διαρκεί δυό ώρες και 45 λεπτά με διάλλειμα τετάρτου, σαν αποζημίωση για το εισιτήριο που πλήρωσες.
Σαφώς, και μέγα ατού του έργου, τα ωραιότερα σκηνικά, πολλά, (σε κάνανε να αισθάνεσαι ότι δεν βλέπεις ελληνική παραγωγή-μα βολτάρεις σε λονδρέζικη θέατρο, όπως προείπα), πρέπει να πάρουν τα εύσημα, και δη ο σκηνογράφος τους, Μανώλης Παντελιδάκης.
Εξαιρετική η κίνηση που εμπνεύστηκε η Ελπίδα Νίνου, παρέα με τον Θανάση Γιαννακόπουλο. Κάθε φορά που υπήρχε μουσικό μέρος ήταν χάρμα οφθαλμών.
Ολόσωστη η μουσική επιμέλεια-διδασκαλία του Παναγιώτη Τσεβά.
Διασωθείς και απολαυστικότατος στη κωμωδία, ο Πέτρος Φιλιππίδης. Με όριο και μέτρο στη κωμωδία. Την απογείωνε.
Και από δίπλα του, ο Γιάννης Μπέζος, στυβαρός, αντίβαρο του Φιλιππίδη, “κούμπωνε” καταπληκτικά και κέρδιζε το χειροκρότημα.
Άρτια ερμηνευτικά και πανέμορφη-ειλικρινά-η Ιωάννα Τριανταφυλλίδου, στον πρώτο- μεγάλης έκτασης- θεατρικό της ρόλο.
Γέλιο, όχι απογειωτικό, ως θα ανέμενες από την σύμπραξη των δύο κωμικών, αλλά αξιοσήμαντο, σε μια παράσταση που περνάς καλά.
Και από εκεί και πέρα, απέμεναν, δεκατρείς ηθοποιοί με ρόλους “περιφερειακούς”, δίχως στίγμα, πνεύμα, δύναμη, κινητήριο δύναμη τον χαρακτήρα που υποδύονταν ή το κείμενο που είχαν στα χέρια τους, να κάνουν μπούγιο και -τουλάχιστον- να παρέχουν άρτια εικόνα, στα μουσικοχορευτικά μέρη της παράστασης.
Μια καλή, μα όχι όσο καλή, αναμένεις παράσταση. Και δεν το περίμενα αυτό από τους μετρ του ελληνικού θεάτρου. Μεγάλες προσδοκίες να 'χα;! Μπορεί…