H Θεσσαλονίκη ομόρφυνε το τελευταίο καιρό. Η Ζωή της, η Ζωή Λάσκαρη είναι στη πόλη. Αναπνέει τη νύμφη του Θερμαικού και τα βράδια στο θέατρο “Αριστοτέλειον” γίνεται η “Ρόουζ” σε ένα θεατρικό μονόλογο του Martin Sherman, που σκηνοθέτησε ο Adolf Shapiro και έκλεψε την αγάπη του θεατρόφιλου κοινού. Η Ζωή Λάσκαρη είναι στο MySalonika. Kαι λάμπει…
συνέντευξη στο Γιώργο Παπανικολάου
Ανάμεσα στα θεατρικά κείμενα που διαβάζατε, τί σας έκανε να επιλέξετε τη “Ρόουζ”; Ποια ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά που έκαναν αδιαπραγμάτευτη επιλογή, την ενσάρκωση αυτής της ηρωίδας;
Με την “Ρόουζ” συνέβη, ό, τι ακριβώς συνέβη με τα υπόλοιπα έργα, σε ολόκληρη τη θεατρική μου πορεία. Η Ρόουζ με επέλεξε, με κάλεσε. Ήταν σαν να χτύπησε μέσα μου ένας συναγερμός: ΕΔΩ ΡΟΟΥΖ. Γιατί οι υποψήφιες ήταν πολλές. Όμως της Ρόουζ το κάλεσμα ήταν επιτακτικό. Σαν να περιμέναμε καιρό να ανταμώσουμε η μια την άλλη. Καταλαβαίνεις πως θα ήταν θρασύτατο απο μέρους μου, να αγνοήσω ένα τέτοιο κάλεσμα.
Αυτός ο μοναχικός “δρόμος” επί σκηνής, δεν σας φόβισε; Το γεγονός ότι είστε στη σκηνή μόνο εσείς και η πλατεία με το κόσμο….
Είναι η πρώτη φορά που κάνω μονόλογο. Ήξερα πως αυτή τη φορά πρόκειται για μια ιδιαίτερη αναμέτρηση. Δεν υπάρχει ομάδα, δεν διαχέεται προς αυτήν, αυτή η τρομερή ενέργεια που αναδύεται ανάμεσα στο κοινό και τους ηθοποιούς. Καλείσαι να συγκεντρώσεις μέσα σου συναισθήματα ηρώων και φορτίσεις γεγονότων στα οποία αναφέρεσαι… Δεν υπάρχουν πάνω στη σκηνή. Η μεγαλύτερη αγωνία μου όμως ήταν η διδασκαλία. Γιατί έχω πει πολλές φορές πως ο σκηνοθέτης είναι για μένα η αρχή και το τέλος της παράστασης. Δεν είχε τόση σημασία το είδος του έργου, ότι είναι μονόλογος δηλαδή, όσο το ποιός θα με δίδασκε. Και θέλω να σου πω, με απόλυτη γνώση, πως αυτό το ρόλο μόνο ο Άντολφ Σαπίρο θα μπορούσε να τον διδάξει. Και είμαι τυχερή και ευτυχισμένη που έτσι έγινε.
Επιστρέφοντας, στη Θεσσαλονίκη, μετά τη “Βιρτζίνια Γουλφ” και τον “Ορφέα στον Άδη” 16 χρόνια μετά, πώς είδατε τη πόλη, τους ανθρώπους της; Τί αίσθηση σας δίνουν;
Η Θεσσαλονίκη δεν έχει αλλάξει καθόλου. Η καρδιά αυτής της πόλης, ο τρόπος που αναπνέει είναι ο ίδιος. Υπάρχουν φυσικά μεγάλες αλλαγές στη ρυμοτόμια, αλλά αυτές δεν επηρέασαν καθόλου την ουσία. Και η ουσία είναι πως οι Θεσσαλονικείς είναι οι ίδιοι άνθρωποι που έζησα στα νεανικά μου χρόνια. Ζουν την ροή του χρόνου με έναν δικό τους τρόπο, δίχως τα άγχη και τις υστερίες μιας παραδοσιακής μεγαλούπολης. Δεν θέλουν να κόψουν κανένα νήμα πρωτιάς οι Θεσσαλονικείς. Είναι πολίτες, δεν είναι κάτοικοι. Έχουν μια αντίληψη του συλλογικού, της συμμετοχής που σπανίως βρίσκεις σε ελληνική πόλη. Είναι και χαλαροί, που λέμε. Αποτελεσματικοί με την καθημερινότητα τους δίχως αυτή τη αστική νεύρωση “να τα καταφέρω όλα γρήγορα” καταπίνοντας τα υπογλώσσια. Και κάτι ακόμα. Σέβονται την ιστορία της πόλης τους. Και δεν το κάνουν με θεωρητικό τρόπο, πώς να το πω, ακαδημαϊκό. Η καθημερινότητα μας είναι ένας απόλυτος σεβασμός της ιστορίας μας.
Εδώ και χρόνια, έχετε τη δική σας θεατρική στέγη, στο Βοτανικό, στην οδό Καστοριάς, όπου έχετε επιλέξει να ανεβάζετε ένα ρεπερτόριο διαμαντιών του παγκόσμιου θεάτρου. Ψηλά ο πήχυς πάντα…Δεν είναι εξαιρετικα δύσκολο αυτό;
Κοίτα, η μοναδική μου αγωνία τα σαράντα χρόνια που κάνω θέατρο είναι ο σεβασμός στο κοινό και στον ηθοποιό. Φτιάχνοντας την θεατρική σκηνή “Ζωή Λάσκαρη” ήθελα να δημιουργήσω ένα χώρο που θα αποτελεί και αισθητικά και θεατρικά στολίδι της πόλης. Να έρχεται ο θεατής και να βιώνει μια θεατρική ιεροτελεστία που ξεκινάει απο τα άνετα καθίσματα και φτάνει μέχρι την ποιότητα του έργου. Δεν ξέρω τι συμβαίνει με άλλους θεατρικούς χώρους αλλά το κοινό και οι ηθοποιοί που έχουν περάσει απο τη θεατρική σκηνή μένουν άφωνοι με το χώρο. Ξέρεις, με κάνει και προβληματίζομαι αυτό. Σε τι κατάσταση είναι δηλαδή οι άλλοι θεατρικοί χώροι; Το κάθε καμαρίνι του θεάτρου αποτελεί και ένα μικρό διαμέρισμα. Αυτό δεν έγινε με διάθεση υπερβολής ή προβολής. Έγινε γιατί αυτό που κάνει ο ηθοποιός εγώ το σέβομαι, υποκλίνομαι. Και σεβασμός για το θέατρο δεν είναι μόνο η σκηνή, είναι και η προετοιμασία για να φτάσεις στη σκηνή. Είναι επίσης το να παρουσιάζεις έργα που θα σημαίνουν κάτι για μένα και κατ' επέκταση για τον θεατή, που θα τα θυμάται όταν επιστρέψει στο σπίτι του, γιατί τον ώθησαν να σκεφτεί λίγο διαφορετικά. Μπορεί να μην τον προβλημάτισαν, δεν έχει σημασία. Αλλά το να σκεφτεί λίγο διαφορετικά είναι η δική μου αγωνία. Αυτό, μαζί με το σεβασμό για αυτούς που αγαπούν το θέατρο, το αληθινό θέατρο, είναι οι λόγοι ύπαρξης της θεατρικής μου σκηνής.

Τιμήσατε τα ΔΗΜΗΤΡΙΑ, είστε στο “Αριστοτέλειο” έως τη Κυριακή, αλλά σειρά έχει και η περιφέρεια, όπου αρχή γενομένης στις 24 Οκτωβρίου, παίζεται και στη Κομοτηνή…υπάρχει ενδεχόμενο κάποιας μικρής περιοδείας στην περιφέρεια;
Δεν ξέρω ακόμα τίποτα. Η “Ρόουζ” είναι μια πολύ ακριβή παραγωγή. Και εγώ δεν έχω καμία διάθεση να κοροϊδέψω τον κόσμο παρουσιάζοντας ένα έργο με την παραγωγή του κουτσουρεμένη, για να μειώσω τον προϋπολογισμό, να κάνω την αρπαχτή μου και να φύγω. Στη Θεσσαλονίκη ήρθα με όλους τους ανθρώπους που είχα στην Αθήνα, με το ίδιο ακριβώς σκηνικό, είναι η ίδια ακριβώς παραγωγή. Καταλαβαίνεις πως αυτό προϋποθέτει πως στις όποιες πόλεις θα μπορούσα να επισκεφτώ, θα πρέπει ο χώρος και ο άνθρωπος που τον διαχειρίζεται, να έχει πλήρη επίγνωση τι σημαίνει από τη μία θέατρο και από την άλλη τι σημαίνει κάνω βόλτες απο πόλη σε πόλη για να τα αρπάξω. Εγώ δεν κάνω αρπαχτές. Παίζω θέατρο. Η παράσταση στην Κομοτηνή είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση γιατί την οργανώνει ο Ροταριανός Όμιλος και όταν μου είπαν πως τα έσοδα της παράστασης θα διατεθούν για φιλανθρωπικούς σκοπούς χάρηκα και συγκινήθηκα πολύ, δέχτηκα δίχως δεύτερη σκέψη, γιατί το δικό μου πλήρωμα θα είναι μόνο αυτό. Να παίξω για να βοηθήσω τους συνανθρώπους μου. Και αυτό είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω για αυτούς.
Ποια είναι η γνώμη σας, για το θέατρο στην Αθήνα; Πάει καλά;
Δεν ξέρω αν το θέατρο πάει καλά. Η Ρόουζ πήγε πολύ καλά δεδομένων των συνθηκών. Όπως και να' ναι όμως η Αθήνα είναι πια ένα φάντασμα του εαυτού της. Είναι τρομερό το πώς ζούν οι άνθρωποι στη Θεσσαλονίκη και πώς στην Αθήνα. Αυτή η διαφορά στο βίωμα της καθημερινότητας είναι εντυπωσιακή. Δεν ξέρω αν αυτή η μαζική κατάθλιψη των Αθηναίων αφήνει χώρο για την Τέχνη. Είμαι όμως αισιόδοξη. Πιστεύω πως η μοναδική διέξοδος αυτή τη στιγμή είναι η Τέχνη. Είναι το μοναδικό αναλγητικό μας.

Επιστρέφοντας στη “Ρόουζ”, τί σας παίδεψε περισσότερο στην ερμηνεία αυτής της γυναίκας;
Είναι ένας ρόλος που αφορά κάθε άνθρωπο. Αυτό είναι εκ των πραγμάτων ένα μεγάλο παίδεμα. Γιατί καλείσαι να ρημαχτείς για συναισθήματα που αφορούν ολόκληρη την ανθρωπότητα αλλά και τον καθένα μας ξεχωριστά. Γιατί η μοναξιά, ο θάνατος, ο έρωτας, η συντριβή όλων των προσωπικών αξιών, δεν έχουν φύλο, ούτε θρησκεία, ούτε εθνικότητα. Αυτό πρέπει να το εμπεδώσουμε και ως λαός, ξέρεις. Η Ρόουζ, λοιπόν, είναι μια φορτισμένη σύνοψη όλων των ανθρώπινων συναισθημάτων, μια πολύ ιδιαίτερη επιτομή της χαράς και της τραγωδίας που συναντά στην ζωή του ο καθένας μας. Είναι λοιπόν δυνατόν να μην είναι παίδεμα;
Στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, η Τέχνη είναι καταφύγιο….Πόσο εύκολο όμως, είναι για το θεατή, φεύγοντας από μία παράσταση, να κρατήσει την ενέργεια, από ότι είδε επί σκηνής, και να αντιμετωπίσει μία κοινωνία που πλέον ο ατομικισμός υπερισχύει και ο ουμανισμός χάνεται σταδιακά; Το θέατρο μπορεί να τον βοηθήσει να αντισταθεί σε όλα αυτά;
Αν ο θεατής επιλέγει αληθινό θέατρο φυσικά και θα κρατήσει την ενέργεια. Το είπα και πριν. Κάτι διαφορετικό θα προκύψει. Ξέρεις κάτι; Πρέπει να αλλάξουμε και για να αλλάξουμε την κοινωνία πρέπει να αλλάξουμε πρώτα ο καθένας ξεχωριστά. Αν το θέατρο γίνεται για τα χασκογέλια και για να μας χαϊδέψει τα αυτιά, δεν αλλάζει τίποτα. Αν δεν μάθουμε να διακρίνουμε το σάπιο απο το υγιές ΚΑΙ στο θέατρο, τότε όλα γίνονται άσκοπα. Ακούω πολλές φορές, θέλω να πάω θέατρο για να διασκεδάσω. Δεν έχω αντίρρηση, μπορεί το θέατρο να είναι και ψυχαγωγία. Αλλά δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό. Γιατί και η ψυχαγωγία πρέπει να θέτει ερωτήματα, να προκαλεί μια περιέργεια. Γιατί φτάσαμε ως εδώ; Γιατί πήγα εκείνη τη μακρινή μέρα στο εργοστάσιο, λέει η Ρόουζ την ώρα που θυμάται πώς ξεκίνησε ολόκληρη αυτή η αγωνιώδης περιπέτεια της επιβίωσης της. Για να αντισταθείς γενικώς στην ζωή πρέπει πρώτα να αντισταθείς σε αυτό που αυτοαποκαλείται θέατρο. Να αντισταθείς στο εμπόριο και στο εμπόρευμα. Παραστάσεις όπως η “Ρόουζ”, απαντούν στο γιατί και το πώς ξεκίνησαν όλα αυτά. Και αν βρούμε το γιατί και το πώς τότε θα βρούμε αυτή τη μικρή χαραμάδα για να μπορέσουμε αποδράσουμε.
Η Ζωή Λάσκαρη, κάθε βράδυ στο θέατρο “ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ” της Θεσσαλονίκης, δίνει μάθημα υποκριτικής. Όποιος έχει δει τη παράσταση εισπράττει μια θεατρική μέθεξη, που στις μέρες μας δεν συναντάς συχνά…Ακριβοθώρητη Ζωή Λάσκαρη, σε ένα διαμάντι “Ρόουζ”. Μη λείψει κανείς…