To πρώτο βράδυ του Δεκέμβρη, εμφανίστηκε στη σκηνή του Principal ο ιδιαίτερα αγαπητός στην πόλη μας (όπως αποδείχθηκε άλλωστε για μια ακόμη φορά) Νορβηγός τραγουδιστής Sivert Høyem. Οι εμφανίσεις του τόσο ως μέλος/ηγέτης του νορβηγικού ροκ συγκροτήματος Madrugada (το οποίο διαλύθηκε λίγο μετά τον αναπάντεχο χαμό του κιθαρίστα τους Robert Burås) όσο και ως ηγέτης του δικού του σχήματος είναι πάντα ξεχωριστές καθώς ο ίδιος έχει το χάρισμα να καθηλώνει το ακροατήριο του με τη μοναδική φωνή του και την αμεσότητα της ερμηνείας του. Φέτος βρίσκεται στη διαδικασία ηχογράφησης νέου υλικού. Από αυτό κυκλοφόρησαν ήδη μερικά τραγούδια σε ένα νέο EP τον περασμένο Σεπτέμβριο, με τίτλο Where is My Moon?. Για την προώθηση του έκανε μια μικρή περιοδεία τον περασμένο Οκτώβρη στη χώρα του και μια μεγαλύτερη περιοδεία στην υπόλοιπη Ευρώπη που είχε τελευταίο σταθμό τη χώρα μας. Και έδωσε όχι μια αλλά πέντε συναυλίες εδώ σε πέντε συνεχόμενες μέρες. Πρώτα στην Πάτρα και μετά σε Αθήνα, Λάρισα, Θεσσαλονίκη και Ιωάννινα.
Σε αυτή την ευρωπαϊκή περιοδεία ο Sivert, ως ένας άλλος Neil Young – δηλαδή, με μια κιθάρα μόνο και τη φυσαρμόνικα του επάνω στη σκηνή- επιχείρησε να παρουσιάσει με ακουστικό (unplugged) τρόπο ένα ρεπερτόριο αποτελούμενο από παλαιό και νέο σόλο υλικό καθώς και αρκετά κλασικά τραγούδια των Madrugada. Αυτό που είδαμε τελικά όσοι βρεθήκαμε στο Principal του Μύλου ήταν ακόμη καλύτερο απ’ όσο φανταζόμασταν: έναν σύγχρονο Jacques Brel, Νορβηγό και πιο σκοτεινό, με τραγούδια όμως το ίδιο εξαίσια!. Οι γυαλιστερές κουρτίνες πίσω του αντανακλούσαν φωτεινά, κορεσμένα χρώματα και θύμιζαν σκηνικό από νυχτερινό club σε ταινία του David Lynch. Σε μια αστική και ταυτόχρονα μυστικιστική ατμόσφαιρα ο κάθε θεατής μπορούσε να αφεθεί, να ταξιδέψει και να συγκινηθεί με τη μοναδική φωνή του Sivert Høyem, με την ευθύτητα και ειλικρίνεια της ερμηνείας του, το βάθος της μουσικής και της σκέψης του, την ικανότητα του να αποδίδει με μουσικές εικόνες τις προσωπικές του εμπειρίες και στάσεις ζωής. Όχι βέβαια πως δεν θα τον προτιμούσαμε και με άλλους μουσικούς να τον συνοδεύουν. Έτσι τον γνωρίσαμε άλλωστε…
Τη βραδιά ‘άνοιξε’ λίγο πριν τις 10 η Constance Wolter, τραγουδίστρια, τραγουδοποιός και μουσικός από τη Γερμανία, που ζει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Αν και επικεφαλής τετραμελούς μπάντας, λόγω της ακουστικής ιδιαιτερότητας του σετ που θα ακολουθούσε με ερμηνευτή τον Høyem παρουσίασε μόνη της στη σκηνή με μια ακουστική κιθάρα τραγούδια από το ντεμπούτο άλμπουμ της, με τίτλο Be Gone Before Sunrise, το οποίο κυκλοφόρησε τον περασμένο Φεβρουάριο. Επίσης ερμήνευσε και μερικά ακυκλοφόρητα τραγούδια που πρόκειται να συμπεριληφθούν στη νέα δισκογραφική δουλειά που ετοιμάζει. Στο σύνολο του σετ της ακούστηκαν 8 τραγούδια (όχι και λίγα…). Στην εισαγωγή, στο τέλος της εμφάνισης της και ανάμεσα σε κάποια τραγούδια αναφέρθηκε σε αυτά και μίλησε στο κοινό σε καλά ελληνικά όμως οι unplugged εκτελέσεις μάλλον αδίκησαν τα τραγούδια της. Δεν τα έλεγες άσχημα αλλά οι μέτριες φωνητικές ικανότητες της τραγουδίστριας (που απέδωσαν τα τραγούδια με σωστή τονικότητα) και η επίπεδη/μονότονη ερμηνεία της από ένα σημείο και μετά ήταν εμφανέστατα κουραστική στους περισσότερους από τους τριγύρω παρευρισκόμενους. Επειδή το στυλ των τραγουδιών της απαιτεί ένα είδος ψυχράδας στην ερμηνεία κι επειδή θύμισε κάποιες φορές την πολυαγαπημένη Nico χωρίς όμως ο τρόπος ερμηνείας της Constance να πλησιάσει την ευαισθησία και το απόλυτο δόσιμο της δεύτερης, ο γράφων δεν την εντάσσει στα πλην/συν της συναυλίας αλλά αρκείται σ’ αυτή την αναφορά. Μένει να την ξαναδούμε και να την ξανακούσουμε λοιπόν μελλοντικά, υπό άλλες συνθήκες. Άλλωστε ως επιλογή για opening act ήταν σαφέστατα πιο ταιριαστή από εκείνη της εμφάνισης του Sivert στην πόλη μας, τον Δεκέμβριο του 2011 στο παλαιό Principal της περιοχής Αεροδρομίου!.
Τι μας άρεσε:
+ τα τραγούδια: Ο Sivert Høyem βγήκε στη σκηνή στις 11 παρά 5 και παρουσίασε ένα setlist με τις κατάλληλες δόσεις παρελθόντος και παρόντος ώστε να ανανεώνεται το ενδιαφέρον του ακροατηρίου. Έδωσε την ευκαιρία σε όσους ερωτεύτηκαν, παθιάστηκαν, ενηλικιώθηκαν, κέρδισαν και μαγεύτηκαν υπό τους ήχους της μελωδικότατης και νοσταλγικής φωνής του σε τραγούδια των Madrugada να τα απολαύσουν ξανά ή και για πρώτη φορά: Running Out of Time, Valley of Deception, The Riverbed (το οποίο επέλεξε ‘εκτός προγράμματος’), Majesty, Strange Color Blue, The kids are on high street, Sail Away, Honey Bee (με θερμότατη συμμετοχή του κοινού ιδιαίτερα στα πέντε τελευταία). Από το πρώτο του solo άλμπουμ (τέσσερα στο σύνολο μέχρι σήμερα), με τίτλο Ladies and Gentlemen of the Opposition, ακούσαμε το First Day of Somersaults και το Song for Cornelis. Από το Exiles που ο Høyem κυκλοφόρησε με τους Volunteers, ενώ ήταν ακόμη μέλος των Madrugada, ακούσαμε τα January 3rd και I’ve Been Meaning to Sing You the Song. Ακούστηκαν επίσης δύο τραγούδια από το τελευταίο ΕΡ Where is my moon?, το ομώνυμο τραγούδι και το So-Lo και ο ύμνος του Høyem για τους πρόσφυγες όλου του κόσμου με τίτλο Prisoner of the road (Δεσμώτης του Δρόμου ελληνιστί) που κυκλοφόρησε το 2010 για φιλανθρωπικούς σκοπούς και πιο συγκεκριμένα για να στηρίξει τις δράσεις του Νορβηγικού Συμβουλίου Προσφύγων. To Prisoner of the road περιλαμβάνεται στον τέταρτο και τελευταίο προσωπικό δίσκο του Høyem με τίτλο Long Slow Distance και από αυτόν τον δίσκο ακούσαμε επίσης, την ταξιδιάρικη μπαλάντα Blown Away. Eπιπλέον, ο Sivert προσέθεσε στη βραδιά και τη διασκευή στο τραγούδι Holocaust (με τη σχετική αναφορά στα ιστορικά γεγονότα της Γερμανικής κτηνωδίας), που ερμήνευσαν πρώτοι το 1978 οι Big Star του Alex Chilton.
+ εξαιρετικός φωτισμός: από τον πιστό τεχνικό του Høyem στα φώτα των εμφανίσεων και των βίντεο του, Neil McNasty. Δημιούργησε στο χώρο μια ρομαντική, άλλοτε σκοτεινή, άλλοτε απολύτως λαμπερή ή αντίθετα μελαγχολική ατμόσφαιρα, που πορεύθηκε ανάλογα με το ύφος των τραγουδιών. Στα συν και η δημιουργία σκιάς από τη σιλουέτα του τραγουδιστή στους τοίχους πλευρικά της σκηνής. Όλα αυτά βοήθησαν στο ‘χάσιμο’ των παρευρισκόμενων στον κόσμο του τραγουδιών του ερμηνευτή και ταυτόχρονα στο να επικεντρωθεί το κοινό στους στίχους όπως αναμφισβήτητα θα επιθυμούσε ο δημιουργός τους.
+ επικοινωνία: Ο Νορβηγός τραγουδιστής φημίζεται για τον λυρικό και άμεσο τρόπο ερμηνείας του που μπορεί να αγγίξει ακόμη και τον πιο αδιάφορο ακροατή σε μια συναυλία. Αυτή τη φορά όμως φάνηκε η διάθεση του για ακόμη πιο άμεση επικοινωνία μιλώντας όλο και πιο συχνά στο κοινό μεταξύ των τραγουδιών. Καλούσε συχνά τον κόσμο να συμμετέχει τραγουδώντας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Στην εισαγωγή πολλών τραγουδιών ανέφερε τον τρόπο δημιουργίας τους και γνωρίζοντας τα συναισθήματα μας για τη Γερμανία αυτό τον καιρό, σχολίασε με ειρωνικό τρόπο ότι το τραγούδι Holocaust (Ολοκαύτωμα) το έπαιξε και στην Γερμανία αλλά κανείς δεν έφερε αντίρρηση ίσως γιατί δεν τους σύμφερε να κάνουν θέμα το συγκεκριμένο γεγονός. Αστειευόταν συχνά με το ακροατήριο επίσης, με ένα διφορούμενο black χιούμορ ειδικά όταν αυτό του ζητούσε τραγούδια που δεν είχε προβάρει απαντώντας για παράδειγμα πως «είναι μια καλή ιδέα, θα το έχω υπόψη μου αυτό το τραγούδι… την επόμενη φορά!» ή σχολιάζοντας πως γενικότερα δεν ανοίγει κουβέντα με το κοινό «επειδή μπορεί να βρεις τον μπελά σου!» (βλ. και βίντεο). Στο τέλος της συναυλίας και παρά τη λογική κούραση του, μετά από μιάμιση και παραπάνω ώρα στη σκηνή κάνοντας τα όλα μόνος του, πήρε το ποτό του και βρέθηκε ανάμεσα στον κόσμο. Ευδιάθετος, συνομίλησε και φωτογραφήθηκε με όσους του το ζήτησαν χωρίς κανένα ίχνος καταναγκασμού.
+ το κοινό: ο Høyem υπήρξε συχνά και φανερά, συγκινημένος από τα παρατεταμένα χειροκροτήματα και την τραγουδιστική συμμετοχή του κοινού. Αντίκριζε μπροστά του ένα ακροατήριο δοσμένο και αφοσιωμένο σ’ αυτόν, κυριολεκτικά κρεμασμένο από τα χείλη του. Μια ακόμη απόδειξη των πολυάριθμων θαυμαστών του Νορβηγού καλλιτέχνη στη Μακεδονία ήταν το γεγονός πως ο τόπος διεξαγωγής του live μεταφέρθηκε από το Gaia στο Principal και τελικά ήταν και με αυτή την αλλαγή sold out!. Αξίζει να αναφερθεί τέλος ότι μιλάμε για ένα εκλεκτό ακροατήριο που κράτησε σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας τη σύμβαση της απόλυτης ησυχίας που απαιτείται να συνάψει με έναν καλλιτέχνη σε μια unplugged συναυλία.
+ ήχος: Αν εξαιρέσουμε το βουητό σε μερικά τραγούδια και αρκετές παραμορφώσεις που ακούστηκαν σε εκτελέσεις με ηλεκτρική κιθάρα, οι ακουστικές κιθάρες και -το κυριότερο- τα φωνητικά ακουγόντουσαν πεντακάθαρα
+ T-shirt κ.ά. καλούδια: οργανωτικός μέχρι τελικής πτώσεως ο Høyem, επιμελήθηκε ακόμη και το merchandise στην είσοδο του Principal. Tακτοποιημένη καλαίσθητα, υπήρχε μια συλλογή από T-shirt, βινυλιακές εκδόσεις διαφόρων άλμπουμ, cd's του καλλιτέχνη κ.ά. είδη σε λογικές τιμές και με απόδειξη, πολλά από τα οποία υπέγραψε ο καλλιτέχνης μετά το τέλος της συναυλίας.
+ η λογική τιμή του εισιτηρίου (λόγω οικονομικής παραγωγής): 15 ευρώπουλα, σε όλες τις πόλεις της περιοδείας.
Τι δεν μας άρεσε:
– τσιγάρα / χάλια εξαερισμός: δεν άνοιξε η πόρτα στο κέντρο και πλευρικά της σκηνής και ας προσευχόμασταν συνέχεια γι' αυτό…
– το αναπόφευκτο ενός unplugged: Αν και ο τραγουδιστής άλλαζε συνεχώς κιθάρες ώστε η συναυλία να ξεφύγει από τα όρια ενός τυπικού unplugged (υπήρξαν όχι μόνο ακουστικές εκτελέσεις αλλά και ηλεκτρικές, χρησιμοποιήθηκαν επίσης πολλά εφέ) παρουσίασε και τις σκληρές αλλά και τις πιο ανάλαφρες πλευρές της μουσικής του (αναγκαστικά) με μακρόσυρτες εκτελέσεις και μας οδήγησε σε κάποια σημεία στο φλερτ με τη βαρεμάρα… Το live ήταν σίγουρα ιδιαίτερο, όμορφο και «ταξιδιάρικο» όμως οι τρεις κιθάρες και η βαθιά τρυφερή και εσωτερική φωνή του Høyem ΔΕΝ μπόρεσαν να αντικαταστήσουν τη δύναμη και το πάθος στα ροκ (κατά βάση) τραγούδια του που θα πρόσθεταν περισσότεροι μουσικοί, αναδεικνύοντας τα. Ακόμη κι αν ο καλλιτέχνης ήθελε να πειραματιστεί προοθώντας περισσότερο τα ελαφρώς μελαγχολικά και συνεπώς αδικημένα τραγούδια του θα μπορούσε να σκεφτεί πέρα από τις ακουστικές εκτελέσεις και τη σύμπραξη με τον εκάστοτε support καλλιτέχνη σε μερικά τραγούδια ή έστω τη συμμετοχή του opening act στα δεύτερα φωνητικά. Οι αποκλειστικά unplugged ερμηνείες αφορούν κυρίως τους σκληροπυρηνικούς θαυμαστές ενός καλλιτέχνη. Δεν μας χάλασε τούτη η συναυλιακή εμπειρία όμως δε φύγαμε απολύτως ικανοποιημένοι επειδή μειώθηκε σε πολλά σημεία το εύρος της εξαιρετικής ερμηνευτικής ικανότητας του συγκεκριμένου τραγουδιστή στο όνομα του μοιράσματος του για τον έλεγχο όλων (των μουσικών οργάνων). Ας ελπίσουμε ότι θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να τον ξαναδούμε unplugged και ότι την επόμενη φορά θα έρθει με έναν καινούργιο δίσκο εξίσου καλό με τους προηγούμενους και ένα συγκρότημα το ίδιο καλό όπως οι Volunteers!.
Τη συναυλία παρακολούθησε, φωτογράφισε, βιντεοσκόπησε και σχολίασε για το MySalonika o Νίκος Βασάρας
(https://www.facebook.com/nicosvasaras)
Info:
Οι πόρτες άνοιξαν στις 20:30
Επίσημη ώρα έναρξης: 22:00
Principal Club Theater – Θεσσαλονίκη, Thessaloniki, GR – Ανδρέα Γεωργίου 56 Τηλ./Τel: 2310.428088
Τιμές εισιτηρίων: 15 ευρώ
Προπώληση: Ticket House & www.ticketarena.gr
Principal Club Theater [Websites]:
www.principalclub.com
www.facebook.com/principalclub
www.twitter.com/principalclub
Για καλύτερη ανάλυση πατήστε δεξί κλίκ στις φωτογραφίες και μετά την επιλογή “Προβολή Εικόνας”.
Περισσότερες φωτογραφίες μπορείτε να βρείτε εδώ:
https://www.facebook.com/media/set/?set=a.10200222884677665.193451.1318845893&type=1&l=5c5f6f25d3